Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπέλα η [kopéla] Ο25α : πολύ νεαρή γυναίκα· κορίτσι2: Είναι πολύ ωραία ~. Έγινε μια ~ ως εκεί πάνω, για ψηλό, αναπτυγμένο κορίτσι. Ποια είναι η ~ του;, το κορίτσι με το οποίο έχει δεσμό. || επιφωνηματικά, χαϊδευτικά ή επιτιμητικά ανάλογα με τον τόνο της φωνής ή με τα συμφραζόμενα: Προχώρα, ~ μου! Kαλώς την την ~ μου! || νεαρή υπάλληλος σε κατώτερες συνήθ. ιεραρχικά θέσεις: H ~ του κυλικείου / της γκαρνταρόμπας. H ~ στο ταμείο. || οικιακή βοηθός: Έχει ~ στο σπίτι.
κοπελίτσα η YΠΟKΟΡ. κοπελάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. κοπέλα < κοπέλ(ι) μεγεθ. -α· κοπέλ(α) -ίτσα· κοπέλ(α) -άρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπέλα η.
-
- 1) Νεαρή κόρη, κοπέλα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1720).
- 2) Θεραπαινίδα, υπηρέτρια:
- εισέρχεται κι η ρήγισσα με μία της κοπέλα (Ευγέν. 866).
- 3) Αγαπητικιά, ερωμένη:
- η κοπέλα σου όταν σε περιλάβει, φιλεί … και λέγει σε ότι αυτή αγαπά σε (Σπαν. (Ζώρ.) V 372)·
- κοπέλα τ’ Άρη ήτον (ενν. η Αφροδίτη) ποτέ; (Πιστ. βοσκ. IV 7, 95).
[αβέβ. ετυμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Νεαρή κόρη, κοπέλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπελάκι το.
-
- Παιδάκι· νεαρός:
- αρσενικά τα γέννησεν αυτά τα κοπελάκια (Χούμνου, Κοσμογ. 1322· Πιστ. βοσκ. IV 8, 84).
[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav.]
- Παιδάκι· νεαρός:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπελάτα τα.
-
- Τρέλες της νεότητας:
- των νεών τα κοπελάτα (Σαχλ. N 86).
[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ‑άτα. Λ. κοπελάτα η στο Somav.]
- Τρέλες της νεότητας: