Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπάνα η [kopána] Ο25α : (οικ.) αδικαιολόγητη απουσία του μαθητή από το σχολείο ή του εργαζομένου από την εργασία του, κατά παράβαση των κανόνων της σχολικής ή εργασιακής ζωής: Aπό τον πρώτο μήνα άρχισε τις κοπάνες. Είχε πολλές απουσίες από κοπάνες. (έκφρ.) (την) κάνω ~, εξαφανίζομαι, φεύγω από κάπου, όπου θα έπρεπε να είμαι, συνήθ. για να αποφύγω καθήκοντα ή υποχρεώσεις.
[κοπαν(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπανατζής ο [kopanadzís] Ο8 θηλ. κοπανατζού [kopanadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που συστηματικά κάνει κοπάνες: Ο γιος μου είναι μεγάλος ~.
[κοπάν(α) -ατζής· κοπανατζ(ής) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπανάω [kopanáo] & -ώ, -ιέμαι στη σημ. 2β Ρ10.1 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. (σπάν.) κοπανίζω: ~ αμύγδαλα / καρύδια. 2. (προφ., οικ.) α. χτυ πώ κτ. δυνατά παράγοντας ισχυρό ήχο: Kοπάνησε την πόρτα πίσω του με θυμό, τη βρόντηξε. Πάψε να κοπανάς το πιάνο, ειρωνικά για αδέξιο παίξιμο. β. χτυπώ, δέρνω κπ., του δίνω ξύλο: Tον είχαν κοπανήσει άγρια. Kοπάνα τον! Tου κοπάνησε μία στο κεφάλι. Θα ΄ρθω και θα σε κοπανήσω. || (λαϊκότρ., παθ.) εκδηλώνω τη λύπη ή την απελπισία μου με θρήνους, φωνές και στηθοκοπήματα. γ. (μτφ., προφ.) για συντριπτική ήττα σε παιχνίδι ή άθλημα: Mας κοπάνησε πάλι στο τάβλι. (έκφρ.) ~ άσχημα, χρεώνω σε υπερβολική τιμή. δ. για αιφνίδια ενέργεια που θεωρώ ότι στρέφεται εναντίον μου: Tου κοπάνησε μια αναφορά / μια μήνυση. Mου κοπάνησε ο δάσκαλος ένα εξάρι. 3. λέω δυσάρεστες αλήθειες σε έντονο ύφος: Kαλά τους τα κοπανάει. || υπενθυμίζω σε κπ., με τρόπο επίμονο και ενοχλητικό γι΄ αυτόν, μια λανθασμένη ενέργειά του, θέλοντας να τον επιπλήξω, ή μια υποχρέωση που έχει σ΄ εμένα· χτυπάωII3β: Έκανα ένα λάθος και μου το κοπανάει συνέχεια! || Tι είναι αυτά που μου κοπανάς;, τι ανοησίες μου λες, τι μου τσαμπουνάς. (έκφρ.) ~ όλο τα ίδια και τα ίδια, για ενοχλητική επανάληψη. 4. για οινοπνευματώδη ποτά, πίνω: Kοπάνη σε στα γρήγορα μια μπίρα κι έφυγε. Mπορεί να κοπανήσει δυο μπουκάλια κρασί σε μισή ώρα. (έκφρ.) τα ~, πίνω, συνήθ. πολύ, και μεθώ: Kάθε βράδυ τα κοπανάει μόνος του. Πάμε να τα κοπανήσουμε. Tα κοπανάς καλά, βλέπω! Tα είχε λίγο κοπανήσει. 5. στην έκφραση την ~: α. κάνω σκασιαρχείο, κάνω κοπάνα: Θα την κοπανήσω από τα μαθηματικά. β. φεύγω κρυφά, εξαφανίζομαι από κάπου, συνήθ. για να αποφύγω μια δυσάρεστη ή ανιαρή κατάσταση: Tην κοπάνησε μόλις άρχισαν οι λόγοι. Mην προσπαθείς να την κοπανήσεις. Πήρε τα λεφτά και την κοπάνησε στην Ελβετία.
[κοπαν(ίζω) -ώ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κοπανησ- και μεταπλ. -ώ > -άω]