Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπάζω [kopázo] Ρ2.1α : εξασθενώ ή ξεθυμαίνω, κυρίως για φυσικά φαινόμενα που έχουν έντονο το χαρακτήρα της αναταραχής: Έξω κόπασε ο άνεμος. H θύελλα είχε κοπάσει. || (επέκτ.): Kόπασε ο θυμός του. Όταν κόπασε το μοιρολόι… Σταμάτησαν οι φωνές και κόπασαν οι ψίθυροι.

[λόγ. < αρχ. κοπάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπάζω.
  • Ηρεμώ, ησυχάζω:
    • εκόπασεν (ενν. ο δούκας), εμούλωσεν ως όφης εις την τρύπα (Χρον. Τόκκων 513· 2052).

[αρχ. κοπάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες