Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπάδι το [kopáδi] Ο44 : 1. ομάδα οικόσιτων, εξημερωμένων ή ακίνδυνων για τον άνθρωπο ζώων: Ένα ~ πρόβατα / γίδια. Ένα ~ άλογα. Οδηγούσε με το ραβδί ένα ~ χήνες. || σε σχήμα κατ΄ εξοχήν, συνήθ. για κοπάδι προβάτων ή γιδοπροβάτων: Έχει μεγάλο ~. Kατέβασαν τα κοπάδια στα χειμαδιά. Είδε από μακριά ένα βοσκό με το ~ του. Ρήμαξαν το ~ οι λύκοι. || καταχρηστικά αντί για το αγέλη: Kοπάδια λύκων κατέβηκαν στο χωριό. Ένα ~ (από) ελέφαντες. ΠAΡ Aρνί* που φεύγει απ΄ το ~, το τρώει ο λύκος. 2. για πλήθος πουλιών ή ψαριών, που ζουν ή μετακινούνται κατά κανόνα ομαδικά: Στον ουρανό πετούσαν κοπάδια από αγριόχηνες. ~ πέσαν τα τρυγόνια. Ένα ~ δελφίνια. 3. (μτφ., μειωτ.) για ομάδες ανθρώπων που κινούνται όλοι μαζί με μια παθητικότητα που μοιάζει με αυτή των ζώων: Έρχονται κοπάδια οι τουρίστες. Mας μάζεψαν σαν ~. Tι δουλειά έχεις εσύ με το ανθρώπινο ~; || ως ένδειξη μεγάλου πλήθους: ~ μαζεύτηκαν γύρω της οι ζητιάνοι. Kοπάδια κοπάδια οι προσκυνητές.
[μσν. κοπάδι(ν) < ελνστ. κοπάδιον `κομμάτι΄ υποκορ. του αρχ. κοπή]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπάδι το· κοπάδιν· κουπάδιν.
-
- Ποίμνιο· αγέλη:
- έκαμεν αληθινά σαν λύκος στο κοπάδι (Διγ. O 2842)·
- (προκ. για πλήθος ζώων):
- κοπάδιν ακρίδα (Μαχ. 6249).
[παλαιότ. ουσ. κοπάδιον (4. αι.) <ουσ. κοπή + κατάλ. ‑άδιον. Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Ποίμνιο· αγέλη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπαδιαστός -ή -ό [kopaδjastós] Ε1 : που ζει, μετακινείται ή ενεργεί ως μέρος ενός κοπαδιού.
κοπαδιαστά ΕΠIΡΡ: Tα χελιδόνια φεύγουν ~. Παρακολουθούσα μπουλούκια τους χωριάτες να στέκονται ~ και να κοιτάζουν. [μσν. *κοπαδιαστός (πρβ. μσν. κοπαδιαστά) < κοπάδ(ι) -ιαστός αναλ. προς μεταρ. ουσ. από ρ. -ιάζω, π.χ. αγκαλιαστός]