Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντραπούντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντραπούντο το [kondrapúnto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η αντίστιξη.

[λόγ. < ιταλ. contrappunto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες