Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντράστ το [kontrást] Ο (άκλ.) : οπτική αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στα πολύ σκούρα και στα πολύ ανοιχτά χρώματα μιας εικόνας, από τη μείωση ή την εξαφάνιση των μεσαίων τόνων.
[λόγ. < γαλλ. contraste]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντραστάρω· κοντρεστάρω· κουντραστάρω· κουντρεστάρω.
-
- 1) Εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι:
- ο Χάρος με τον άνθρωπον στέκουν και κοντραστάρου (Αλφ. 112).
- 2) Πολεμώ, αγωνίζομαι:
- να κουντρεστάρουν, … ώστε να την επάρουν (ενν. την Αμμόχουστον) (Θρ. Κύπρ. Μ 655).
[<ιταλ. contrastare. Οι τ. κοντρε‑ και κουντρα‑ και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντραστιάζω,
- βλ. κοντρεστιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντράστο το.
-
- Aντίθεση· αντίρρηση:
- να του δίδου το στάρι διχωστάς … κοντράστο (Bαρούχ. 58-9).
[<ιταλ. contrasto. Βλ. και κοντρέστο. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Aντίθεση· αντίρρηση: