Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντοστέκομαι [kondostékome] Ρ αόρ. κοντοστάθηκα, απαρέμφ. κοντοσταθεί : ανακόπτω για λίγο την πορεία μου, σταματώ συνήθ. απότομα, είτε γιατί περιμένω κτ. είτε από δισταγμό και αμφιβολία: Kοντοστάθηκε μια στιγμή και τη χαιρέτησε. Kοντοστάθηκε έξω από την πόρτα, τελικά όμως δεν μπήκε μέσα. || (επέκτ.): Kοντοστάθηκε πριν κάνει την επόμενη ερώτηση, δίστασε.
[κοντοστέκ(ω) -ομαι]