Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντολογίς [kondolojís] επίρρ. τροπ. : (λαϊκότρ., οικ.) με λίγα λόγια, εν συντομία, για να μην τα πολυλογώ: ~ ταλαιπωρηθήκαμε φριχτά στο ταξίδι.
[μσν. κοντολογίς < κοντόλογ(ος) `που λέει λίγα λόγια΄ (< κοντ(ός) -ο- + λόγ(ος) -ος) -ίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντολογίς, επίρρ.
-
- Με λίγα λόγια, με συντομία:
- (Διήγ. πανωφ. 58), (Συναδ. φ. 50v).
[<ουσ. κοντολογιά. Η λ. στο Somav. (‑ής, λ. ‑ία) και σήμ.]
- Με λίγα λόγια, με συντομία: