Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντεύω [kondévo] Ρ5.2α : 1. πλησιάζω, έρχομαι πιο κοντά σε ένα δεδομένο σημείο, τοπικό ή χρονικό: Kοντεύουμε στο χωριό; Kοντεύει Πάσχα. H ώρα κοντεύει δώδεκα. Kοντεύουν μεσάνυχτα. Θα κοντεύει τα ογδόντα, είναι περίπου ογδόντα ετών. || Kοντεύουν κιόλας πέντε χρόνια από τότε, σε λίγο θα συμπληρωθούν. 2. κοντεύω να
: α. είμαι πολύ κοντά σε κάποιο όριο: Kοντεύει να πάρει σύνταξη. Kοντεύει να φύγει. Kοντεύαμε να τελειώσουμε το φαΐ, όταν χτύπησε η πόρτα. β. κινδυνεύω να
, παραλίγο να
: Kόντεψα να μη σε γνωρίσω. Kόντε ψε να τον τρελάνει. Kόντεψε να σκάσει από τα γέλια. Γλίστρησα και κόντεψα να σκοτωθώ. Kοντέψαμε να πνιγούμε. Kόντευα να βάλω τα κλάματα.
[μσν. κοντεύω < κοντ(ά) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντεύω· ακοντεύω· κοντεύγω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Πλησιάζω κάπ. ή κ.:
- εκόντεψέν τους εκεί ο αμιράλλης και χαιρετά τους (Μαχ. 25436‑7· Κάτης 104).
- 2) Συντομεύω:
- κόψω, κοντεύσω … τό αφηγούμαι και συντομεύσω αφήγησιν (Βυζ. Ιλιάδ. 690).
- 1) Πλησιάζω κάπ. ή κ.:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Πλησιάζω, είμαι κοντά:
- ποτέ μου να μην κοντεύσω εις άνδρα μηδέ να φθείρω την παρθενίαν μου (Διγ. Άνδρ. 39523)·
- β) πλησιάζω (να γίνω):
- Kοντεύει το διάστημαν μισού μιλίου τόπον (Ιμπ. 715).
- α) Πλησιάζω, είμαι κοντά:
- 2) Φτάνω στο τέλος, «σβήνω»:
- η συντυχιά μου εκόντεψεν, το τι λαλήσει ουκ είχεν (Χρον. Μορ. H 5830).
- 3)
- α) (Τριτοπρόσ.) είναι πιο κοντά:
- Ας πηαίνομε το λοιπονίς. Απεδεπά κοντεύγει (Πανώρ. Β´ 597)·
- β) (προκ. για χρον. σημείο) πλησιάζει, είναι κοντά:
- Κοντεύγ’ η ώρα κι ο καιρός (Κυπρ. ερωτ. 621).
- α) (Τριτοπρόσ.) είναι πιο κοντά:
- 4) (Απρόσ.) παραλίγο να …:
- εκόντεψε ν’ αποθάνουσι όλοι (Χρον. σουλτ. 12725)·
- να χαθώ εκόντεψε εκ τα καμώματά σου (Γαδ. διήγ. 512).
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Πλησιάζω:
- Βλέπω την (ενν. την Αθούσα) και κοντεύγεται (Φαλιέρ., Ιστ. 273).
- 2) Συντομεύομαι, λιγοστεύω:
- ’λιγαίνει και κοντεύγεται το μάκρος τση ζωής τως (Ερωτόκρ. Γ´ 830).
- 3) Φρ. κοντεύονται τα γόνατά (μου) = δεν μπορώ να περπατήσω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 134).
- 1) Πλησιάζω:
[<επίθ. κοντός + κατάλ. ‑εύω. Πβ. Lampe, στη λ. (<ουσ. κοντός ο, 6. αι.). Ο τ. ‑εύγω στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ.