Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντανασαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντανασαίνω [kondanaséno] Ρ7.1α : ανασαίνω με δυσκολία παίρνοντας σύντομες και κοφτές αναπνοές: Mπήκε μέσα κοντανασαίνοντας.

[μσν. κοντανασαίνω < κοντ(ά) + ανασαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες