Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονταίνω [kondéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. κοντό ή κοντύτερο: ~ το παντελόνι / τη φούστα. Ψήλωσες και σου κόντυνε το παλτό. Πρέπει να το κοντύνουμε λίγο. Φέτος κονταίνουν οι φούστες. 2. (οικ.) για κπ. που μας φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι συνήθως: Πώς κόντυνες έτσι; || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην κονταίνουν οι ριγέ μπλούζες. || (λαϊκ.) ως απειλή: Φύγε από δω, μη σου δώσω μία και σε κοντύνω μια πιθαμή!
[κοντ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κονταίνω· αόρ. εκόντανα.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Γίνομαι πιο κοντός, πιο σύντομος:
- οχ του βουνού περικοπά την στράτα, που κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1105]· Γεωργηλ., Θαν. 146).
- 2)
- α) Λιγοστεύω:
- Το φως μου … εκόντυνε (Ευγέν. Πρόλ. 27)·
- β) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια:
- βάνει αρχήν ν’ αυξαίνει η μέρα και το σκοτεινόν της νύχτας να κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [68]).
- α) Λιγοστεύω:
- 1) Γίνομαι πιο κοντός, πιο σύντομος:
- Β´ (Μτβ.) λιγοστεύω, περιορίζω κ.:
- να σου κοντύνω την ταγήν και να λιμοκτονήσεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 205).
- Φρ.
- 1) Κονταίνει η αναπνιά μου = λαχανιάζω:
- (Πανώρ. Β´ 172).
- 2) Κονταίνει η γλώσσα μου = βουβαίνομαι, σιωπώ:
- (Γεωργηλ., Θαν. 81).
[<κοντύνω (Meursius, ‑ειν) αναλογ. με ρ. σε ‑αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ Αμτβ.