Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντάριον το· κονδάρι· κονδάριν· κονδάρι(ο)ν· κοντάρι· κοντάριν.
-
- 1)
- α) Μακρόστενο ξύλο, ραβδί:
- δει το έγκλειστον … δύο και τρία κοντάρια χωρείν, ίνα έχῃ πού μεταπηδάν και καθίζειν ο ιέραξ (Ιερακοσ. 3678)·
- β) ιστός, κεραία, κοντάρι:
- φλάμπουρον με κοντάρι (Κορων., Μπούας 12).
- α) Μακρόστενο ξύλο, ραβδί:
- 2) Επιθετικό όπλο, δόρυ:
- το βαρύ κοντάρι του σ’ ενός καρδιάν χωνεύει (Κορων., Μπούας 134).
- 3) Μετων.
- α) κονταρομάχος:
- πρώτον κοντάριν θαυμαστόν (Ιμπ. 98)·
- β) κονταρομαχία:
- πρώτος εις το κοντάριν (Ιμπ. 256).
- α) κονταρομάχος:
[<ουσ. κοντός + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. σε σχόλ.]
- 1)