Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντάρι το [kondári] Ο44 : ίσιο και μακρύ ξύλο κυκλικής διατομής, το οποίο έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία (λείανση κτλ.), και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις: α. Tο ~ της σημαίας, ο ιστός 1. Tο ~ του επικοντιστή. Στο άλμα επί κοντώ χρησιμοποιούνται τώρα πλαστικά κοντάρια. β. ειδική ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις. γ. κατά το Mεσαίωνα, είδος δόρατος.
[μσν. κοντάρι(ν) < ελνστ. κοντάριον υποκορ. του αρχ. κοντός `κοντάρι΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονταριά η [kondarjá] Ο24 : το χτύπημα με κοντάριγ.
[μσν. κονταρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κοντάρ(ι) -έα > -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κονταρία, κονταριά η,
- βλ. κονταρέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντάριον το· κονδάρι· κονδάριν· κονδάρι(ο)ν· κοντάρι· κοντάριν.
-
- 1)
- α) Μακρόστενο ξύλο, ραβδί:
- δει το έγκλειστον … δύο και τρία κοντάρια χωρείν, ίνα έχῃ πού μεταπηδάν και καθίζειν ο ιέραξ (Ιερακοσ. 3678)·
- β) ιστός, κεραία, κοντάρι:
- φλάμπουρον με κοντάρι (Κορων., Μπούας 12).
- α) Μακρόστενο ξύλο, ραβδί:
- 2) Επιθετικό όπλο, δόρυ:
- το βαρύ κοντάρι του σ’ ενός καρδιάν χωνεύει (Κορων., Μπούας 134).
- 3) Μετων.
- α) κονταρομάχος:
- πρώτον κοντάριν θαυμαστόν (Ιμπ. 98)·
- β) κονταρομαχία:
- πρώτος εις το κοντάριν (Ιμπ. 256).
- α) κονταρομάχος:
[<ουσ. κοντός + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. σε σχόλ.]
- 1)