Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντάκι το [kondáki] Ο44 & κοντάκιο 2 το [kondákio] Ο40 : το ξύλινο πίσω τμήμα των τουφεκιών πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.
[λόγ. < μσν. κοντάκιον `μικρό κοντάρι΄ υποκορ. του κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄ σημδ. γαλλ. crosse και με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντακιά η [kondaká] Ο24 : (σπάν.) χτύπημα με το κοντάκι του όπλου.
[κοντάκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντακιανός -ή -ό [kondakanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) άνθρωπος μάλλον κοντός και αδύνατος.
[κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντάκιο 1 το [kondákio] Ο40 : σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιέχει το ιστορικό εγκώμιο του αγίου που εορτάζει ή το ιστορικό της εορτής στην οποία αναφέρεται.
[λόγ. < μσν. κοντάκιον υποκορ. του μσν. κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄, επειδή παλιότερα τα βιβλία γράφονταν σε πάπυρο που τυλιγόταν γύρω από μικρό κοντάρι (πρβ. μσν. κοντάκι(ν) με αποφυγή της χασμ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντάκιον το· κοντάκι· κοντάκιν.
-
- 1) Ειλητάριο:
- ρομφαία κρατεί στην χέραν του, στην άλλην του κοντάκιν (Βεν. 66).
- 2) Εκκλησιαστικός ύμνος:
- ψάλλετε το τροπάριον άμα τῳ κοντακίῳ (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1579).
[μτγν. ουσ. κοντάκιον (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Ειλητάριο: