Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντά
39 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόντα η [kóda] Ο (άκλ.) : (μουσ.) το καταληκτικό τμήμα ενός μουσικού κομματιού, συνήθ. μιας σονάτας.

[ιταλ. coda (αρχική σημ.: `ουρά΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντά [kondá] : I. επίρρ. με αναφορά σε κτ. κοντινό σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς. ANT μακριά· δηλώνει: 1. τόπο: Δε θα αργήσει, μένει ~. Aς πάμε για μπάνιο κάπου ~. Είναι πιο ~ από όσο υπολόγιζα. Έλα κοντύτερα. Πολύ ~. Tόσο ~. Είναι πολύ ~ ο ένας με τον άλλο, πολύ δεμένοι. Ήρθαν πιο ~ ο ένας στον άλλον, δέθηκαν, γνωρίστηκαν καλύτερα. Εδώ ~, εκεί ~. Mείνε εδώ ~, μην απομακρυνθείς. Δε βλέπω ~, σε κοντι νή απόσταση. || με επανάληψη για να δηλώσει: Kάθισαν ~ ~, δίπλα, κολλητά. || με την πρόθεση από: Ο πυροβολισμός ρίχτηκε από ~. Δεν τον καταλαβαίνεις ούτε κι αν τον δεις από ~. Mόνο από ~ φαίνεται η ηλικία του. (έκφρ.) έχω / παίρνω κπ. από ~, τον ακολουθώ, τον παρακολουθώ. ΦΡ από ~, για επαφή που γίνεται με ζωντανή παρουσία: Γνωρίζω κπ. από ~. παίρνω κπ. από ~, τον παρακολουθώ κρυφά για κάποιο λόγο. || Γυαλιά για ~, πρεσβυωπίας. 2. χρόνο: Tο καλοκαίρι / οι διακοπές είναι ~, πλησιάζουν. II. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: 1. τόπο: ~ στο σχολείο / στο σπίτι / στο σταθμό. Διαμέρισμα μέσα ή ~ στο κέντρο της πόλης. Ένα σπίτι ~ στη θάλασσα. ~ στο τζάκι. Έλα, κάθισε ~ μας. Πολύ ~ στο σπίτι μας. Mένει ~ σ΄ εμάς. Έμεινε ~ στο δάσκαλό του τρία χρόνια, μαθήτευσε στο δάσκαλό του. Tο ένα ~ στο άλλο, για τοπική ή χρονική διαδοχή. ΦΡ ~ στα άλλα, για κτ. δυσάρεστο που προστίθεται σε άλλα που προϋπάρχουν. ΠAΡ ΦΡ ~ στο νου και η γνώση*. || (μτφ.): Είμαστε / βρισκόμαστε ~ στην αλήθεια. H αστυνομία είναι ~ στο δολοφόνο, στα ίχνη του. 2. χρόνο: ~ στα ξημερώματα / στο μεσημέρι / στο βράδυ, όταν κόντευε να ξημερώσει κτλ. Είναι ~ μεσάνυχτα, σχεδόν. 3. με απόλυτο αριθμητικό σε κατά προσέγγιση υπολογισμό· περίπου, πάνω κάτω: Είναι ~ μισή ώρα που περιμένουμε στη στάση. 4. εκφέρει το β' όρο σύγκρισης σε εκφορές όπως: Aυτό δεν είναι τίποτε ~ σ΄ αυτό. Aυτό που σου είπε / σου διηγήθηκε δεν είναι τίποτε ~ σ΄ αυτό που μου συνέβη, μπροστά σ΄ αυτό.

[μσν. κοντ(ός) επίρρ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντά (I) τα.
  • Ταινίες με τις οποίες προσέδεναν οι κυνηγοί στους καρπούς τους τα πόδια των γερακιών:
    • (Ασσίζ. 20022).

[πληθ. ουδ. του επιθ. κοντός ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντά (IΙ), επίρρ.· συγκρ. κοντότερα.
  • 1)
    • α) Κοντά, σε μικρή απόσταση, από μικρή απόσταση:
      • όταν επλησίασα κοντά, ήκουσα φωνήν (Διγ. Άνδρ. 3685
      • (με άρθρο):
        • βλέπει (ενν. η καρδιά) στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει (Ερωτόκρ. Α´ 1079
    • β) δίπλα σε κάπ. ή σε κ.:
      • κοντά μου να καθίσεις (Ζήν. Ε´ 35· Ιστ. Βλαχ. 2429).
  • 2)
    • α) Στο περιβάλλον κάπ.:
      • κοντά εις τον αφέντην μας να είσαι τιμημένος (Ιστ. Βλαχ. 15
    • β) μαζί με κάπ.:
      • Καλλιά ’χα μέσα στη φ’λακή να βρίσκομαι κοντά σας (Ερωτόκρ. Ε´ 1257).
  • 3) Επιπλέον:
    • Κοντά εις τους στρατιώτας του … του ’δωκε κι άλλους απεζούς (Κορων., Μπούας 139).
  • 4)
    • α) Σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
      • Έτσι κοντά και γλήγορα να μείνω αποθαμένος; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1176]
    • β) με συντομία, περιληπτικά:
      • κοντά να σε είπω, φίλε μου, εις θέλημάν μου ήλθεν (Λίβ. N 2334).
  • 5) Περίπου, σχεδόν:
    • εκατέβησαν οι Σαρακηνοί, κοντά δέκα χιλιάδες (Μαχ. 15027).

[<επίθ. κοντός. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντάδα η.
  • Πανί, ύφασμα:
    • κοντάδα ανύφαντη (Bαρούχ. 6955).

[αβέβ. ετυμ. H λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντάδον το,
βλ. κοντάτο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονταίνω [kondéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. κοντό ή κοντύτερο: ~ το παντελόνι / τη φούστα. Ψήλωσες και σου κόντυνε το παλτό. Πρέπει να το κοντύνουμε λίγο. Φέτος κονταίνουν οι φούστες. 2. (οικ.) για κπ. που μας φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι συνήθως: Πώς κόντυνες έτσι; || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην κονταίνουν οι ριγέ μπλούζες. || (λαϊκ.) ως απειλή: Φύγε από δω, μη σου δώσω μία και σε κοντύνω μια πιθαμή!

[κοντ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κονταίνω· αόρ. εκόντανα.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Γίνομαι πιο κοντός, πιο σύντομος:
      • οχ του βουνού περικοπά την στράτα, που κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1105]· Γεωργηλ., Θαν. 146).
    • 2)
      • α) Λιγοστεύω:
        • Το φως μου … εκόντυνε (Ευγέν. Πρόλ. 27
      • β) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια:
        • βάνει αρχήν ν’ αυξαίνει η μέρα και το σκοτεινόν της νύχτας να κονταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [68]).
  • Β´ (Μτβ.) λιγοστεύω, περιορίζω κ.:
    • να σου κοντύνω την ταγήν και να λιμοκτονήσεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 205).
  • Φρ.
  • 1) Κονταίνει η αναπνιά μου = λαχανιάζω:
    • (Πανώρ. Β´ 172).
  • 2) Κονταίνει η γλώσσα μου = βουβαίνομαι, σιωπώ:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 81).

[<κοντύνω (Meursius, ειν) αναλογ. με ρ. σε αίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντάκι το [kondáki] Ο44 & κοντάκιο 2 το [kondákio] Ο40 : το ξύλινο πίσω τμήμα των τουφεκιών πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.

[λόγ. < μσν. κοντάκιον `μικρό κοντάρι΄ υποκορ. του κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄ σημδ. γαλλ. crosse και με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντακιά η [kondaká] Ο24 : (σπάν.) χτύπημα με το κοντάκι του όπλου.

[κοντάκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες