Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβοποιώ [konservopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. συσκευάζω σε αεροστεγώς κλεισμένα ειδικά μεταλλικά κουτιά τροφές, οι οποίες έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία, για να διατηρηθούν μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να υποστούν αλλοίωση. 2. (μτφ., προφ.) τυποποιώ, κυρίως στη μππ.: Kονσερβοποιημένη γνώση.
[λόγ. κονσέρβ(α) -ο- + -ποιώ]