Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβοποίηση η [konservopíisi] Ο33 : επεξεργασία και συσκευασία σε κονσέρβες νωπών ή μαγειρεμένων τροφών.
[λόγ. κονσερβοποιη- (κονσερβοποιώ) -σις > -ση]