Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσέρβα η [konsérva] Ο25 : 1α. τροφή που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία και που είναι συσκευασμένη σε αεροστεγώς κλεισμένο μεταλλικό κουτί, για να διατηρείται μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να υφίσταται αλλοίωση: Λαχανικά σε ~. Ψάρι / κρέας κονσέρβας. Έχω πάντα μερικές κονσέρβες για ώρα ανάγκης. β. το ειδικό μεταλλικό κουτί μέσα στο οποίο υπάρχει η τροφή. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός: α. τηλεοπτικής εκπομπής η οποία δε μεταδίδεται ζωντανή, αλλά μαγνητοσκοπημένη. β. τυποποιημένων γνώσεων, ιδεών, απόψεων κτλ.
[ιταλ. conserva `φρούτα διατηρημένα με ζάχαρη΄ κατά τη σημ. του γαλλ. conserve (διαφ. το συγγ. μσν. κοσέρβα `καράβια που προστατεύουν το ένα το άλλο΄ < ιταλ. conserva)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κονσέρβα η· κοσέρβα· κουσέρβα.
-
- (Ναυτ.) ομάδα καραβιών που πλέουν μαζί ώστε να αλληλοπροστατεύονται, νηοπομπή:
- (Διήγ. πανωφ. 58).
[<βεν. conserva. Η λ. και σήμ. (Σεγδίτσας)]
- (Ναυτ.) ομάδα καραβιών που πλέουν μαζί ώστε να αλληλοπροστατεύονται, νηοπομπή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβαρίζω [konservarízo] -ομαι Ρ2.1 : κονσερβοποιώ, κυρίως στη μππ. κονσερβαρισμένος: Kονσερβαρισμένα τρόφιμα.
[κονσερβάρ(ω) -ίζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κονσερβαρισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβάρισμα το [konservárizma] Ο49 : η κονσερβοποίηση.
[κονσερβάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβάρω [konserváro] -ομαι Ρ6 : κονσερβοποιώ.
[κονσέρβ(α) -άρω]