Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονκάρδα η [koŋkárδa] & κογκάρδα η [koŋgárδa] Ο25 : διακριτικό σήμα, συνήθ. σε μορφή μικρού ρόδακα που σχηματίζεται από κορδέλα πτυχωμένη και που φοριέται στο πέτο ως έμβλημα του μέλους ενός κόμματος, μιας αθλητικής ομάδας, ενός συνεδρίου κτλ.
[λόγ. < γαλλ. cocard(e) -α (ορθογρ. δαν.) και προσθήκη -ν- από παρετυμ. προς άλλες ξένες λ. με con-· ορθογρ. αφομ. νκ > γκ]