Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονιορτός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιορτός ο [koniortós] Ο17 : (λόγ.) η σκόνη, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα που τη σηκώνει ο αέρας.

[λόγ. < αρχ. κονιορτός]

[Λεξικό Κριαρά]
κονιορτός ο· κονιορκτός· κορνιακτός· κορνιαρκτός· κορνιαχτός· κουρνιαχτός.
  • 1) Σκόνη, σύννεφο σκόνης:
    • βλέποντας … ωσάν σύννεφα τον κορνιακτόν των εγκρεμνισμένων σπιτίων (Ιερόθ. Αββ. 331).
  • 2) Σκόνη, τρίμμα, ρίνισμα:
    • κονιορτόν από φακής … τρίψον (Ορνεοσ. αγρ. 5219‑10
    • κονιορτόν σιδήρου τον αποπίπτοντα του άκμονος (Ορνεοσ. αγρ. 53612).

[αρχ. ουσ. κονιορτός. Ο τ. κορνιακτός στο Meursius. Οι τ. κορνιαχτός και κουρνιαχτός και σήμ. H λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες