Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονδύλωμα το [konδíloma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (ιατρ.) αφροδίσιο νόσημα το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή σαρκώδους εκβλαστήσεως στα γεννητικά όργανα ή στον πρωκτό και οφείλεται σε ιό.
[λόγ. < νλατ. condyloma (στη νέα σημ.) < αρχ. κονδύλωμα `εξόγκωμα΄]