Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονδύλιο το [konδílio] Ο40 : χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη δαπάνη στον κρατικό κυρίως προϋπολογισμό: Εγκρίθηκαν / διατέθηκαν μεγάλα κονδύλια για την εκτέλεση έργων οδοποιίας. Εξαντλήθηκε το ~. Mυστικά κονδύλια, ποσά του κρατικού προϋπολογισμού, τα οποία προορίζονται για υπηρεσίες που δεν πρέπει να κοινολογηθούν. || χρηματικό ποσό, ως τμήμα ενός συνόλου από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί: Tα κοινόχρηστα είναι ένα μεγάλο ~ για μας.
[λόγ. < ελνστ. κονδύλιον `μικρό κύπελλο΄, από σφαλερή ταύτιση προς το κοντύλι (που χρησίμευε για να γραφτούν οι λογαριασμοί)]