Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κονδυλιά η· κοντυλεά· κοντυλιά.
-
- Γραμμή με κοντύλι:
- να εύρω δάκτυλον χαρτίν και κοντυλιάν μελάνι (Ερωτοπ. 444).
[<ουσ. κονδύλιν + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. κοντ‑ στο Somav. (‑ντι‑)]
- Γραμμή με κοντύλι: