Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονάκι το [konáki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. 2. (ιστ.) η κατοικία τοπικού άρχοντα, τσιφλικά.
[μσν. κονάκι < τουρκ. konak `αρχοντικό΄ -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κονάκι το· κονάκιν.
-
- 1) Κατάλυμα:
- εις το κονάκιν έφτασεν, στην τέντα του σεβαίνει (Παλαμήδ., Βοηβ. 1262)·
- φρ. κάνω κονάκι = καταλύω· σταθμεύω, σταματώ:
- (Διγ. O 960).
- 2) (Προκ. για μέτρηση απόστασης):
- τοσοίδε σταθμοί οδευθήναι πρός τινων λέγονται, άπερ νυν ημείς και κονάκια φαμέν (Metrol. 4639).
- 3) Kατοικία:
- (Λίμπον. 129).
[<τουρκ. konak. Η λ. στο Du Cange (λ. κονεύειν) και σήμ.]
- 1) Κατάλυμα: