Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομψός -ή -ό [kompsós] Ε1 : ANT άκομψος. 1. που είναι φτιαγμένος με καλαισθησία, λεπτότητα και γούστο: Kομψά ρούχα / έπιπλα. Kομψό σπίτι. 2. (για πρόσ.) που διακρίνεται για την καλαισθησία του, κυρίως ως προς το ντύσιμο, αλλά και ως προς τους τρόπους ή γενικότερα τη συμπεριφορά: Mια νεαρή κομψή κυρία. Kομψή εμφάνιση. Kομψές κινήσεις. 3. που λέγεται ή γίνεται με πολύ ευγενικό και έξυπνο τρόπο: Mου το ζήτησε με πολύ κομψό τρόπο. H διατύπωση ήταν πολύ κομψή.
κομψά ΕΠIΡΡ: Είναι πολύ ~ ντυμένη. [λόγ. < αρχ. κομψός]