Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφόρ τα [komfór] Ο (άκλ.) : οικιακές συσκευές, μηχανές, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ή και παροχές που κάνουν πιο άνετη, πιο ευχάριστη και πιο ξεκούραστη την καθημερινή ζωή: Σπίτι με όλα τα ~.
[λόγ. < γαλλ. confort < αγγλ. comfort]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφορμισμός ο [komformizmós] Ο17 : η νοοτροπία του κομφορμιστή, η στάση που κρατάει απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της.
[λόγ. < γαλλ. conformisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφορμιστής ο [komformistís] Ο7 & κομφορμίστας ο [komformístas] Ο3 θηλ. κομφορμίστρια [komformístria] Ο27 : αυτός που προσαρμόζει τη στάση του στις εκάστοτε συνθήκες, που συμβιβάζεται και συμμορφώνεται με τις κυριαρχούσες απόψεις, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα βαθύτερα πιστεύω του ή με τις επιταγές της συνείδησής του. ANT αντικομφορμιστής.
[λόγ. < γαλλ. conformiste (-iste = -ιστής)· κομφορμ(ιστής) -ίστας· λόγ. κομφορμισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφορμιστικός -ή -ό [komformistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον κομφορμιστή ή στον κομφορμισμό.
[λόγ. < κομφορμιστ(ής) -ικός]