Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφορμισμός ο [komformizmós] Ο17 : η νοοτροπία του κομφορμιστή, η στάση που κρατάει απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της.
[λόγ. < γαλλ. conformisme (-isme = -ισμός)]