Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπόδεμα το [kombóδema] Ο49 : (οικ.) χρήματα τα οποία έχει αποταμιεύσει κάποιος, συνήθ. με κόπους και θυσίες και που τα κρατάει κρυφά από τους άλλους: Kατάφερε και έκανε καλό ~. Έχει γερό ~, είναι πλούσιος.
[μσν. κομπόδεμα < κομποδέ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομπόδεμα το.
-
- Μαντήλι όπου φυλάγονται χρήματα:
- κομπόδεμα του ασήμιου του εις το σακί του (Πεντ. Γέν. XLII 35).
[<κομποδένω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μαντήλι όπου φυλάγονται χρήματα: