Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομπογιαννίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπογιαννίτης ο [kombojanítis] Ο10 θηλ. κομπογιαννίτισσα [kombo janítisa] Ο27α : 1. (παρωχ.) εμπειρικός γιατρός. 2. (μειωτ.) α. για γιατρό αδαή, χωρίς σοβαρή επιστημονική κατάρτιση: Πέσαμε επάνω σε κομπογιαννίτη. β. για κπ. που, ενώ εμφανίζεται ως ειδικός, δεν έχει την απαιτούμενη κατάρτιση.

[μσν. κομπ(ώνω) `δένω με μάγια, εξαπατώ΄ -ο- + γιαν- (γιαίνω) -ίτης, κομπώνω: ελνστ. κομβ(ῶ) `δένω΄ (προφ. [mb] δες στο κόμπος) -ώνω (δες στα κουμπί, κουμπώνωκομπογιαννίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go