Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπλιμέντο το [kompliménto] & κοπλιμέντο το [kopliménto] Ο39 : λόγος κολακευτικός, φιλοφροσύνη που γίνεται σε οικείο ύφος: Άρχισε να της κάνει χίλια κομπλιμέντα. Ευχαριστώ για το ~!
[ιταλ. complimento· αποβ. του [m] ίσως από ανομ. [mp-nt > p-nt] ]