Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπινεζόν το [kombinezón] & κομπινεζόν η [kombinezón] Ο (άκλ.) : μονοκόμματο γυναικείο εσώρουχο με τιράντες, που φοριέται κάτω από το φόρεμα.
[λόγ. < γαλλ. combinaison· θηλ. κατά το νυχτικιά]