Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπιάζω [kombjázo] Ρ2.1α μππ. κομπιασμένος : μιλώ ή εκφράζομαι με δυσκολία, γιατί διστάζω να πω αυτό που θέλω ή γιατί έχω κάποια αδυναμία στη σωστή εκφορά του λόγου: Διάβαζε το κείμενο κομπιάζοντας. Mίλα καθαρά, μην κομπιάζεις!

[κόμπ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες