Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπανία η [kompanía] Ο25 : (οικ.) 1. (ειρ.) στενή παρέα φίλων, που σχεδόν μόνιμα εμφανίζονται μαζί: Ήρθε όλη η γνωστή ~. 2α. παλαιότερη ονομασία λαϊκών μουσικών συγκροτημάτων: Ρεμπέτικες κομπανίες. β. (ιστ.) κοινοπραξία.
[ιταλ. compagnia `συντροφιά, θεατρική ομάδα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομπανία η· Κουμπάνια· κουμπανία· Κουπάνια.
-
- 1) Ομάδα, συντροφιά, συμμορία·
- (προκ. για στρατιώτες) λόχος:
- τινές φιλοτάραχοι ομονοήσαντες και κουμπανία μία γενόμενοι (Παράφρ. Χων. 600)·
- μια κομπανία σολδαδών (Κατζ. Β´ 74).
- (προκ. για στρατιώτες) λόχος:
- 2) Στρατιωτικό μισθοφορικό σώμα·
- α) (ως επων.) η Καταλανική Εταιρεία:
- (Χρον. Μορ. H 7273)·
- β) έκφρ. Κουπάνια Μπλάνκα = η Ναβαρρέζικη Εταιρεία (Compagnia Blanca):
- (Byz. Kleinchron. A´ 8449).
- α) (ως επων.) η Καταλανική Εταιρεία:
[<μεσν. λατ. compagnia (και ιταλ.) - compania (Niermeyer, λ. ‑ium). Ο τ. κου‑ στο Meursius. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ομάδα, συντροφιά, συμμορία·