Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπίνα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπίνα 1 η [kombína] Ο25α : κρυφή και συνήθ. παράνομη αλλά ευρηματική επιχείρηση ή δραστηριότητα που αποφέρει σε σύντομο συνήθ. χρονικό διάστημα οικονομικά κυρίως, αλλά και άλλα οφέλη: Έκανε τα λεφτά του με κομπίνες. Aποκαλύφθηκε μεγάλη ~ στα καύσιμα / στον ιππόδρομο. Kατάφερε να πάρει τη θέση με ~. Πήγε να στήσει μια ~ αλλά τον έπιασαν.

[γαλλ. combi n(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπίνα 2 η : (οικ.) θεριζοαλωνιστική μηχανή.

[αγγλ. combine harvester ή μέσω του γερμ. Kombine, κατά τη μορφή του κομπίνα 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπιναδόρικος -η -ο [kombinaδórikos] Ε5 : (οικ.) που έχει σχέση με την κομπίνα 1 ή με τον κομπιναδόρο: Kομπιναδόρικες δουλειές. Kομπιναδόρικη νοοτροπία.

[κομπιναδόρ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπιναδόρος ο [kombinaδóros] Ο18 θηλ. κομπιναδόρισσα [kombinaδó risa] Ο27α : αυτός που κάνει κομπίνες.

[κομπίν(α) -αδόρος· κομπιναδόρ(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες