Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπάρσος ο [kombársos] Ο18 θηλ. κομπάρσα [kombársa] Ο25α : 1. σε κινηματογραφικές ταινίες, ο ηθοποιός που καλύπτει ένα ρόλο βοηθητικό και συνήθ. βουβό, με τον οποίο δεν προωθείται η δράση, αλλά απλώς διευκολύνεται το στήσιμο μιας σκηνής: Δούλεψε ως ~ σε πολλές ταινίες. Tαινία με χιλιάδες κομπάρσους. 2. (μτφ.) για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος διαδραματίζει έναν ασήμαντο ρόλο σε μια υπόθεση: Περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου.
[ιταλ. comparsa (θηλ.) `ηθοποιός (άντρας ή γυναίκα) που δε μιλάει΄, με διάκρ. σε αρσ. -ος και θηλ. -α]