Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματισμός ο [komatizmós] Ο17 : ο καθορισμός της δράσης και της συμπεριφοράς κάποιου με γνώμονα αποκλειστικά το στενό κομματικό συμφέρον, ενώ η θέση του επιβάλλει υπερκομματική και αμερόληπτη στάση: Όχι στον κομματισμό, ναι στην αξιοκρατία!
[λόγ. κομματισ- (κομματίζομαι) -μός]