Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματικός -ή -ό [komatikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε ένα πολιτικό κόμμα: Kομματικό έντυπο. Kομματική οργάνωση. Kομματικό στέλεχος. ~ παράγοντας. Kομματική παρέμβαση. Kομματικό συμφέρον. 2. που υποστηρίζει ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα με τρόπο μεροληπτικό. ANT ακομμάτιστος: ~ συνδικαλισμός. || (ως ουσ.) τα κομματικά, ό,τι αφορά ένα συγκεκριμένο κόμμα: Δε με ενδιαφέρουν τα κομματικά. Πάλι μαλώνουν για τα κομματικά.
κομματικά ΕΠIΡΡ: Πού είναι τοποθετημένος ~; Kρίνει τα πάντα ~. [λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 -ικός (διαφ. το ελνστ. κομματικός `που αποτελείται από σύντομες προτάσεις΄)]