Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομματιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομματιάζω [komatxázo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω κτ. σε κομμάτια: ~ το κρέας. α. διαμελίζω: Tον κομμάτιασαν τα σκυλιά. Tο πτώμα βρέθηκε κομματιασμένο. || (μτφ.): Mου κομματιάζεις την καρδιά, με στενοχωρείς πολύ. β. σπάζω ή συντρίβω: Kομματιάστηκε το βάζο. Tο πλοίο κομματιάστηκε πάνω στα βράχια.

[μσν. κομματιάζω < κομμάτ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κομματιάζω.
  • Τεμαχίζω, διαμελίζω, κατακρεουργώ:
    • επιάσανε τον φονέα Σέρβον … και εκομματιάσαν τον (Χρον. σουλτ. 2733).

[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες