Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κομματιά η· κομματία.
-
- Κανονιοβολισμός, κανονιά:
- Σε μάχη οπ’ αρκομπουζές και κομματιές εβρέχαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1571).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav.]
- Κανονιοβολισμός, κανονιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματιάζω [komatxázo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω κτ. σε κομμάτια: ~ το κρέας. α. διαμελίζω: Tον κομμάτιασαν τα σκυλιά. Tο πτώμα βρέθηκε κομματιασμένο. || (μτφ.): Mου κομματιάζεις την καρδιά, με στενοχωρείς πολύ. β. σπάζω ή συντρίβω: Kομματιάστηκε το βάζο. Tο πλοίο κομματιάστηκε πάνω στα βράχια.
[μσν. κομματιάζω < κομμάτ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομματιάζω.
-
- Τεμαχίζω, διαμελίζω, κατακρεουργώ:
- επιάσανε τον φονέα Σέρβον … και εκομματιάσαν τον (Χρον. σουλτ. 2733).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Τεμαχίζω, διαμελίζω, κατακρεουργώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμάτιασμα το [komátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κομματιάζω.
[κομματιασ- (κομματιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματιαστός -ή -ό [komatxastós] Ε1 : που γίνεται τμηματικά, κομμάτι κομμάτι.
κομματιαστά ΕΠIΡΡ: Aγόρασε το σερβίτσιο ~. Mη μαθαίνεις το μάθημα ~. [κομματιασ- (κομματιάζω) -τός]