Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κομματάκι το.
-
- Μικρό κομμάτι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16224).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (κοματάκης) και σήμ.]
- Μικρό κομμάτι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (κοματάκης) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |