Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κομμέρκιον το· κομμέρκιν· κουμμέρκι· κουμμέρκιν· κουμμέρκιον.
-
- 1) Τελωνείο:
- ίνα … δίδωσιν εις το κομμέρκιον … υπέρ εκβολής ποσότητος νουμισμάτων εκατόν νούμισμα έν (Ψευδο-Σφρ. 54015).
- 2) Τελωνειακός δασμός:
- εμήνυσεν … ότις πραματευτής … να μεν πλερώσει κουμμέρκιν (Μαχ. 58432).
[<λατ. commercium. Οι τ. κουμμέρκι και κουμμέρκιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 6.-7. αι. (L‑S Suppl.)]
- 1) Τελωνείο: