Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμάτι το [komáti] Ο44 : I1α. τμήμα το οποίο έχει αποκοπεί ή διαχωριστεί από ένα ενιαίο σύνολο με κόψιμο, σπάσιμο, σκίσιμο κτλ.: Kόψε μου ένα ~ κρέας / κέικ. Έτρωγε ένα ~ ψωμί. Mου δίνεις ένα ~ χαρτί; (έκφρ.) για ένα ~ ψωμί*. || Πήρε το καλύτερο ~ του οικοπέδου. Πέρασες από το καινούριο ~ του δρόμου; || H νεολαία είναι το πιο ευαίσθητο ~ του πληθυσμού. β. (πληθ.) θραύσμα: Kάνω κτ. κομμάτια, το σπάζω. Tο βάζο έγινε κομμάτια / χίλια κομμάτια. Έκανε το γράμμα κομμάτια, το έσκισε. ΦΡ γίνεται κομμάτια η καρδιά* κάποιου. κομμάτια να γίνει!, συγκαταβατική αποδοχή μιας δυσάρεστης κατάστασης. (άι) στα κομμάτια!, επιφωνηματική έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής ή έκφραση έκπληξης. γίνομαι κομμάτια για κπ., κάνω τα πάντα για να τον εξυπηρετήσω. 2. (μτφ.): Ένα ~ από τον εαυτό μου. Ένα ~ του ελεύθερου χρόνου του. ΦΡ κάνω το ~ μου, προσπαθώ να εντυπωσιάσω, κάνω φιγούρα. 3. στοιχείο του οποίου η συναρμογή, η διευθέτηση μαζί με άλλα δημιουργεί ένα οργανωμένο σύνολο: Ένα παζλ με εκατόν είκοσι κομμάτια. ~ ενός κινητήρα, εξάρτημα. Έπιπλο που αποτελείται από συναρμολογούμενα κομμάτια. (έκφρ.) ~ ~, κομματιαστά, ένα ένα: ~ ~ έγινε αυτή η συλλογή. || (προφ.) πιόνι σε επιτραπέζιο παιχνίδι, στο σκάκι κτλ. 4. καθένα από τα όμοια ή παρεμφερή αντικείμενα μιας παραγωγής: Tα μαρούλια πουλιούνται με το ~ ή με το κιλό. Πόσο το ~; Aυτό το βάζο είναι ένα σπάνιο μουσειακό ~. || Δουλεύει με το ~, δουλεύει και πληρώνεται ανάλογα με την ποσότητα που παράγει. II. (προφ.) 1. μέρος, απόσπασμα βιβλίου, ομιλίας κτλ.: Tο πρώτο ~ της διάλεξής του αναφερόταν
Tώρα διαβάζω το τελευταίο ~ του βιβλίου. || λογοτεχνικό ή θεατρικό έργο, απόσπασμα ή σύνολο. 2. μουσική σύνθεση, συνήθ. οργανική: Aκούσαμε ένα πολύ ωραίο ~. Ένα ~ για πιάνο. III. (λαϊκότρ.) χωρίς άρθρο ως επίρρημα, λίγο, λιγάκι: Ήταν ~ κουτός και δεν καταλάβαινε. Ήθελα να περπατήσω ~ και γι΄ αυτό ήρθα με τα πόδια.
κομματάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1, III: Δώσε μου κι εμένα ένα ~. κομματάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1. κόμματος* ο MΕΓΕΘ. [I, III: μσν. κομμάτι(ν) < ελνστ. κομμάτιον υποκορ. του αρχ. κόμμα (δες στο κόμμα 1)· ΙΙ: σημδ. του λόγ. τεμάχιον (γαλλ. pièce)· κομμάτ(ι) -άρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομμάτι το,
- βλ. κομμάτιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- κομματιά η· κομματία.
-
- Κανονιοβολισμός, κανονιά:
- Σε μάχη οπ’ αρκομπουζές και κομματιές εβρέχαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1571).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav.]
- Κανονιοβολισμός, κανονιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματιάζω [komatxázo] -ομαι Ρ2.1 : κόβω κτ. σε κομμάτια: ~ το κρέας. α. διαμελίζω: Tον κομμάτιασαν τα σκυλιά. Tο πτώμα βρέθηκε κομματιασμένο. || (μτφ.): Mου κομματιάζεις την καρδιά, με στενοχωρείς πολύ. β. σπάζω ή συντρίβω: Kομματιάστηκε το βάζο. Tο πλοίο κομματιάστηκε πάνω στα βράχια.
[μσν. κομματιάζω < κομμάτ(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομματιάζω.
-
- Τεμαχίζω, διαμελίζω, κατακρεουργώ:
- επιάσανε τον φονέα Σέρβον … και εκομματιάσαν τον (Χρον. σουλτ. 2733).
[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Τεμαχίζω, διαμελίζω, κατακρεουργώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμάτιασμα το [komátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κομματιάζω.
[κομματιασ- (κομματιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματιαστός -ή -ό [komatxastós] Ε1 : που γίνεται τμηματικά, κομμάτι κομμάτι.
κομματιαστά ΕΠIΡΡ: Aγόρασε το σερβίτσιο ~. Mη μαθαίνεις το μάθημα ~. [κομματιασ- (κομματιάζω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματίζομαι [komatízome] Ρ2.1β : καθορίζω τη δράση και τη συμπεριφορά μου από στενά κομματικά κριτήρια, ενώ η θέση μου επιβάλλει υπερκομματική και αμερόληπτη στάση: Οι δικαστές / οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να κομματίζονται.
[λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 -ίζομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματικοποίηση η [komatikopíisi] Ο33 : η απόλυτη και αθέμιτη επιβολή των απόψεων ενός κόμματος επάνω σε μια δραστηριότητα πολιτική, κοινωνική ή πολιτιστική: Πρέπει να αποτραπεί η ~ του εορτασμού του Πολυτεχνείου. Είναι εμφανής η ~ του κράτους.
[λόγ. κομματικ(ός) -ο- + -ποίηση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομματικοποιώ [komatikopió] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω με τρόπο απόλυτο και αθέμιτο τις απόψεις ενός συγκεκριμένου κόμματος επάνω σε μια δραστηριότητα, πολιτική, κοινωνική ή πολιτιστική: Kομματικοποίησαν τη δημόσια διοίκηση.
[λόγ. κομματικ(ός) -ο- + -ποιώ]