Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομιτάτο το [komitáto] Ο39 : ονομασία μυστικών πολιτικοστρατιωτικών οργανώσεων στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού: Tο βουλγαρικό ~, που έδρασε στην τουρκοκρατούμενη Mακεδονία.
[ιταλ. comitato < γαλλ. comité `επιτροπή΄ (διαφ. το μσν. κομιτάτο < λατ. comitatus `συνοδεία αυτοκράτορα΄)]