Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομητεία η [komitía] Ο25 : 1. περιοχή η οποία ανήκε στη δικαιοδοσία του κόμη. 2. εδαφική και διοικητική διαίρεση στη M. Bρετανία.
[λόγ. κομητ- (κόμης) -εία, απόδ.: 1: γαλλ. comté· 2: αγγλ. county]