Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομίζω [komízo] Ρ2.1α : (λόγ.) φέρνω, μεταφέρω, κυρίως στην απαρχ. ΦΡ ~ γλαύκα* εις Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. κομίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες