Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομήτης ο [komítis] Ο10 : νεφελώδες ουράνιο σώμα με μικρή μάζα, που διαγράφει ελλειπτική τροχιά γύρω από τον ήλιο και εμφανίζεται κατά μακρά χρονικά διαστήματα: Ο ~ του Xάλεϊ. || Σαν ~, για κπ. που εμφανίζεται σπανιότατα, απροειδοποίητα και φεύγει το ίδιο ξαφνικά.
[λόγ. < αρχ. κομήτης (ενν. ἀστήρ) (επειδή νόμιζαν πως ήταν άστρο και την ουρά του τη φαντάζονταν σαν κόμη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κομήτης ο.
-
- Ουράνιο σώμα, κομήτης:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5564), (Ζήν. Α´ 360).
[αρχ. ουσ. κομήτης. Η λ. και σήμ.]
- Ουράνιο σώμα, κομήτης: