Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολόνια η [kolóna] Ο25α : ελαφρό αρωματικό παρασκεύασμα σε υγρή μορφή, από οινόπνευμα και αιθέρια έλαια: ~ με άρωμα λεμονιού / λεμόνι.
[ιταλ. colonia < γαλλ. (eau de) Cologne πόλη της Γερμανίας (γερμ. Κöln) όπου πρωτοκατασκευάστηκε]