Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολυμβητικός -ή -ό [kolimvitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον κολυμβητή ή με την κολύμβηση: ~ σύλλογος. Kολυμβητικοί αγώνες.
[λόγ. < αρχ. κολυμβητικός `που αναφέρεται σε κατάδυση΄, κατά τη σημ. του κολυμπώ]