Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολυμβητήριο το [kolimvitírio] Ο42 : ειδικός χώρος με πισίνα, ανοιχτός ή στεγασμένος, όπου αθλούνται όσοι ασχολούνται με την κολύμβηση.
[λόγ. κολυμβη(τής) -τήριον]