Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολυμβήθρα η [kolimvíθra] Ο25 : εκκλησιαστικό σκεύος το οποίο χρησιμοποιείται κατά το μυστήριο της βαπτίσεως. ΦΡ ~ του Σιλωάμ, για κτ. το οποίο θεωρείται ότι εξαγνίζει ή θεραπεύει όσους προσφεύγουν σ΄ αυτό.
[λόγ. < μσν. κολυμβήθρα (προφ. [mb], πρβ. κολυμπήθρα), αρχ. σημ.: `χώρος για κατάδυση, πισίνα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολυμβήθρα η.
-
- 1) Σκεύος του βαπτίσματος:
- βαπτισθείσα ύδατι αγίας κολυμβήθρας (Διγ. Z 65).
- 2) Βάπτισμα:
- (Ελλην. νόμ. 5579‑10).
[αρχ. ουσ. κολυμβήθρα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σκεύος του βαπτίσματος: